- ὕδραν
- ὕδρᾱν , ὕδραwater-serpentfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδράν — ὁ ἡ ἁ, Α (δωρ. τ.) ὑδράνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ὑδράναν ή ὕδρανον] … Dictionary of Greek
ὑδρᾶν — ὕδρα water serpent fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek